εταιρίδιον

εταιρίδιον
ἑταιρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. τού ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῑς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”